Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Θεσσαλονίκη: «Παγώνει» και πάλι η απομάκρυνση αρχαιοτήτων από το μετρό

Tο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο πάντως υποδεικνύει ως τόπο μεταφοράς των αρχαιοτήτων το στρατόπεδο Παύλου Μελά


Οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάσισαν ότι πρέπει να εξακολουθήσει η παραμονή των αρχαιοτήτων στον σταθμό του Μετρό Θεσσαλονίκης (σταθμός Βενιζέλου), ενώ παράλληλα μπορούν να συνεχιστούν οι εκπονήσεις και οι εγκρίσεις μελετών ή ό,τι άλλο είναι αναγκαίο για προστασία και ανάδειξη των αρχαίων μνημείων.


Η απαγόρευση αυτή  ισχύει μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της κυρίας προσφυγής που έχει κατατεθεί στο Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο.

Υπενθυμίζεται ότι το πρώτο «πάγωμα» της απομάκρυνσης αρχαιοτήτων από τον σταθμό του Μετρό Θεσσαλονίκης  έγινε στις 23 Ιουλίου 2013 με προσωρινή διαταγή.

Συγκεκριμένα, στο ΣτΕ έχει προσφύγει ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης και ζητεί να διακοπούν οι εργασίες απομάκρυνσης των αρχαιοτήτων από το σταθμό Βενιζέλου του Μητροπολιτικού Σιδηροδρομικού Θεσσαλονίκης (Μετρό), προκειμένου να μην προκύψει ανεπανόρθωτη βλάβη γι’ αυτές.

Ο Δήμος Θεσσαλονίκης ζητεί να ανασταλεί και να ακυρωθεί η εκτέλεση της απόφασης που έλαβε στις 24 Ιανουαρίου 2013 ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού και  προβλέπει, βάσει γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), την απόσπαση των σημαντικότερων αρχαιολογικών ευρημάτων, αλλά και την αποδόμηση άλλων που έχουν αποκαλυφθεί στον υπό κατασκευή σταθμό του μετρό στο εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Να σημειωθεί ότι το ΚΑΣ υποδεικνύει ως τόπο μεταφοράς των αρχαιοτήτων το στρατόπεδο Παύλου Μελά, εκτός των γεωγραφικών ορίων του Δήμου Θεσσαλονίκης ή οποιοδήποτε άλλο σημείο, χωρίς όμως αυτό να προσδιορίζεται.

Υπενθυμίζεται ότι στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου αποκαλύφτηκαν αρχαιότητες του 4ου αιώνα και των πρωτοβυζαντινών χρόνων (6ος - 7ος αιώνας).

Ειδικότερα, το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ αφού αναλύει την σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ευρώπη (Ν. 2039/1992), την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Ν. 3378/2005), το νόμο 3028/2002 για την προστασία των αρχαιοτήτων που απαγορεύει την μεταφορά ακινήτου μνημείου, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, το άρθρο 9 του  νόμου 3851/2010  που απαγορεύει κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο που είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφής, βλάβης, αλλοίωσης, κ.λπ. κα το άρθρο 24 του Συντάγματος που επιβάλλει στην Πολιτεία την διατήρηση στο διηνεκές των μνημείων, δέχεται μερικά την αίτηση του Δήμου Θεσσαλονίκης και αναστέλλει την επίμαχη υπουργική απόφαση κατά το σκέλος εκείνο που εγκρίνει την απόσπαση των αρχαιοτήτων.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι «συντρέχει εν προκειμένω λόγος να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της προβαλλόμενης απόφασης, καθ’ ο μέρος εγκρίνει την απόσπαση αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου με σκοπό τη μεταφορά τους σε άλλη θέση».

Πάντως, προσθέτουν οι δικαστές, «νοείται ότι από την εν μέρει αποδοχή της κρινόμενης αίτησης αναστολής και την απαγόρευση απόσπασης των αρχαιοτήτων έως την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας αίτησης ακυρώσεως, δεν κωλύεται  η εκπόνηση ή  έγκριση μελετών ή η έκδοση άλλων διοικητικών πράξεων οι οποίες κατατείνουν στην προστασία και ανάδειξη του μνημείου».

Επίσης, στην απόφαση του ΣτΕ  αναφέρεται: «Από τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως από τα έγγραφα της 9ης Ε.Β.Α. και τα πρακτικά συνεδρίασης του Κ.Α.Σ. προκύπτει ότι οι αποκαλυφθείσες αρχαιότητες στον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό της Θεσσαλονίκης αποτελούν άριστα διατηρηθέν ενιαίο πολεοδομικό τμήμα-συγκρότημα της πόλης του 6ου αιώνα, η σπουδαιότητα του οποίου τόσο λόγω του χαρακτήρα και της θέσης του, ως οικιστικό σύνολο στο κέντρο της αρχαίας πόλης, όσο και  της αρχαιολογικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής σημασίας του, συνδέεται αναπόσπαστα με την ιστορία, την πολεοδομική οργάνωση και την κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης ανά τους αιώνες.

Από τον φάκελο προκύπτει επίσης ότι οι ανωτέρω αρχαιότητες αποτελούν μοναδικό μνημείο και ιστορικό τμήμα της πόλης της Θεσσαλονίκης, που διατηρήθηκε στην αυθεντική του μορφή επί 16 περίπου αιώνες,  η ύπαρξη του οποίου, αν και είχε θεωρηθεί βέβαιη από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, εν τούτοις δεν ελήφθη υπ’ όψιν κατά την έγκριση της κατασκευής του σταθμού στη θέση αυτή, αφού στα στοιχεία του φακέλου δεν περιλαμβάνονται μελέτες με εναλλακτικές λύσεις κατασκευής του σταθμού ή κατάργησής του προκειμένου το μνημείο να προστατευθεί και να αναδειχθεί in situ, όπως επιβάλλεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Ν. 3028/2002, ενόψει και του καθολικού χαρακτήρα για όλους τους πολίτες αγαθού της πολιτιστικής κληρονομιάς και ιδίως της ανάγκης διαφύλαξης της κληρονομιάς αυτής και της ιστορικής μνήμης χάριν των επόμενων γενεών.

Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή κατά την έγκριση της κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου δεν είχαν εξετασθεί μέτρα προστασίας του μνημείου, η Διοίκηση όφειλε πριν από την έγκριση οποιασδήποτε υλικής επέμβασης επί του συγκεκριμένου μνημείου να ερευνήσει πλήρως δια των αρμοδίων επιστημονικών συμβουλίων και με βάση τεχνικές μελέτες τη δυνατότητα διατήρησης των αρχαιοτήτων στη θέση στην οποία αποκαλύφθηκαν, διασφαλίζοντας έτσι στο ακέραιο την αυθεντικότητά τους εν ανάγκη και με την επιβολή όρων για τον επανασχεδιασμό της τεχνικής μελέτης του σταθμού στη συγκεκριμένη θέση.

Εξάλλου, αν από τις σχετικές μελέτες είχε διαπιστωθεί ότι η διατήρηση των αρχαιοτήτων in situ είναι απολύτως αδύνατη, ακόμη και με τον ανασχεδιασμό του σταθμού με λογική αύξηση του κόστους, η Διοίκηση είχε υποχρέωση να προβεί δυνάμει των ως άνω μελετών σε στάθμιση της σπουδαιότητας του μνημείου και της αναγκαιότητας κατασκευής του σταθμού.

Τέλος, εφόσον κατά την εκτίμηση της Διοίκησης το μετρό της Θεσσαλονίκης εμπίπτει στους σκοπούς του άρθρου 42 παράγραφος 1 του Ν. 3028/2012 ως μεγάλο τεχνικό έργο εξαιρετικής σημασίας για την εθνική οικονομία και την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, η δε λειτουργία του δεν μπορεί να διασφαλιστεί από τεχνική άποψη χωρίς την κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου, η Διοίκηση πριν επιτρέψει την απόσπαση και  μεταφορά των αρχαιοτήτων, όφειλε να εξετάσει αιτιολογημένα,  με βάση επιστημονικά δεδομένα απορρέοντα από ολοκληρωμένες μελέτες, τη δυνατότητα απόσπασης, επανατοποθέτησης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων στον χώρο στον οποίο αποκαλύφθηκαν, προσδιορίζοντας συγχρόνως τις διαστάσεις και τα τεχνικά χαρακτηριστικά  του σταθμού,  ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός».
Enhanced by Zemanta

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...